- βαρέλι(ον)
- το бочка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρέλι — το 1. δοχείο που αποτελείται από σανίδες οι οποίες συσφίγγονται κυκλικά με ξύλινη ή μεταλλική στεφάνη και έχουν δύο παράλληλους πυθμένες, βαγένι: Θα σας δώσω κρασί απ το παλιό βαρέλι. 2. κάθε μεγάλο μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο: Στάζει το βαρέλι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρέλι — Δοχείο κυλινδρικό που είναι ελαφρώς διογκωμένο στη μέση του και κατασκευάζεται με τις λεγόμενες βαρελοσανίδες, δηλαδή ξύλινες σανίδες που συγκρατούνται και συνάπτονται με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Τα β. χρησιμεύουν για την αποθήκευση και τη… … Dictionary of Greek
βουτσί — το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν) ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού μσν. μέτρο χωρητικότητας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < *βουτίον < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»] … Dictionary of Greek
βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] … Dictionary of Greek
κάδη — η [κάδος] 1. μεγάλο ξύλινο δοχείο που μοιάζει με βαρέλι και χρησιμεύει για πάτημα σταφυλιών 2. ξύλινο δοχείο στο οποίο χτυπούν το γάλα για να χωρίσουν από αυτό το βούτυρο 3. βαρέλι για την τοποθέτηση τυριού ή βουτύρου … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] … Dictionary of Greek
οινοβάρελο — το βαρέλι για κρασί, κρασοβάρελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οίνος + βαρέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
βαρελίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι βαλμένος σε βαρέλι ή βγαλμένος από βαρέλι: Τα βαρελίσια κρασιά είναι πια δυσεύρετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)